Η ιστορία της ζάχαρης και των μπαχαρικών στον Άγιο Μαυρίκιο είναι συνυφασμένη με την ιστορία της χώρας, και το ταξίδι κατά μήκος της χώρας για να απολαύσει κανείς τους καρπούς του παρελθόντος προσφέρει μια μοναδική αισθητηριακή εμπειρία.
Κάνοντας πεντάλ ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια με το αεράκι να χαϊδεύει τα χρυσαφένια άνθη των ζαχαρότευτλων και στα λαμπυρίζοντα γαλαζοπράσινα του Ινδικού Ωκεανού, απολάμβανα τον ψυχρό χειμωνιάτικο αέρα και την ζεστή λιακάδα. Έχοντας φύγει από το πρώην εργοστάσιο ζάχαρης Bel Ombre στα νότιο-δυτικά του Αγίου Μαυρίκιου, εξερευνούσα το νησί με την ElectroBike Discovery (www.electrobikemauritius.com) πάνω στις ρόδες ενός ηλεκτρικού ποδηλάτου διανύοντας μια διαδρομή 26 km μέσα από αμυγδαλεώνες και αρωματικά πευκοδάση, διασχίζοντας χωματόδρομους με διάσπαρτα ηφαιστειακά βότσαλα, περνώντας από μικρά χωριά με παιδάκια που κρέμονταν από τα κλαδιά αιωνόβιων δέντρων Ινδοσυκής και κουνιόντουσαν πέρα δώθε, και από δρόμους όπου κάποτε βρίσκονταν σιδηροδρομικές γραμμές.
Αναμφισβήτητα η γραφική και χαρούμενη αυτή διαδρομή κατά μήκος της νότιας ακτής, σταματώντας για να περιπλανηθούμε στο Jacotet Bay (το σημείο όπου δόθηκε η ιστορική ναυμαχία ανάμεσα στις δυνάμεις των Βρετανών και των Γάλλων) και να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα ανεμοδαρμένα απόκρημνα βράχια της παραλίας Gris-Gris, μας προσέφερε ένα μονοπάτι άγριας ομορφιάς γεμάτο ιστορία.
ΈΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Στο μικρό χωριό Souillac, συνάντησα ένα αστυνομικό τμήμα το οποίο στεγάζεται σε ένα κτίριο, το οποίο κατά την διάρκεια της Γαλλικής αποικιοκρατίας λειτουργούσε ως κατάλυμα για σκλάβους (που προέρχονταν κυρίως από την Μαδαγασκάρη). Κάθε πρωί οι σκλάβοι ακολουθούσαν ένα μονοπάτι στην πίσω πλευρά του κτιρίου – καθώς δεν έπρεπε να τους δει κανείς να χρησιμοποιούν τον κύριο δρόμο – και διέσχιζαν την ακτή κατευθυνόμενοι προς την αποβάθρα του Λιμανιού Souillac, ενός από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια της εμπορικής οδού των Ινδιών και στρατηγική βάση για την αμυντική υπεράσπιση της νότιας ακτής.
Ακολουθώντας την στροφή του δρόμου ως την καφετιά εκβολή του ποταμού Savanne, βρήκα την παλιά αποβάθρα όπου τον 18ο αιώνα τα αγροτικά προϊόντα – κυρίως η ζάχαρη (που αποτελούσα την κύρια παραγωγή της Ιλ-ντε-Φρανς, όπως ονομαζόταν εκείνη την εποχή το νησί του Ινδικού Ωκεανού) – φορτωνόταν από τα γύρω εργοστάσια σε côtiers (βάρκες) με προορισμό την πρωτεύουσα Port Louis. Σήμερα, παρόλο που κανείς μπορεί να δει αγκυροβολημένες εδώ μόνο πιρόγες (μακριά κανό) και η παλιά αποθήκη δίπλα στο ποτάμι έχει μετατραπεί σε ρεστοράν, τα ιστορικά κτίρια στο Souillac εξακολουθούν να αποτελούν γέφυρες με το παρελθόν.
Λόγω του ότι η Ιλ-ντε-Φρανς δεν διέθετε γηγενή πληθυσμό, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι η βιομηχανία της ζάχαρης οικοδομήθηκε στις πλάτες των σκλάβων. Ευτυχώς, το απαίσιο αυτό σύστημα καταργήθηκε από τους Βρετανούς το 1853, και η κίνηση αυτή προκάλεσε ροή μισθωμένων εργατών από την Ινδία, που ήρθαν να δουλέψουν στις φυτείες ζαχαρότευτλων. Οι εργάτες εγκαταστάθηκαν στην χώρα, φέρνοντας μαζί τους την αγάπη τους για τα μπαχαρικά. Σήμερα, ο Μαυρίκιος αποτελεί πολιτισμικό χωνευτήρι, γεμάτο πλούσιες γεύσεις από την Ινδία και την Αφρική, καθώς επίσης και γαστρονομικές επιρροές από τους αποικιοκράτες που διέσχιζαν τους ωκεανούς αναζητώντας νέες χώρες και γεύσεις.
ΕΝΑ ΤΑΠΕΙΝΟ ΙΝΔΙΚΟ ΜΕΝΟΥ
Προκειμένου να απολαύσω αυθεντική σπιτική Ινδική κουζίνα, παρκάρισα το ποδήλατο μου κοντά στην καμινάδα ενός παλιού εργοστασίου ζάχαρης στο χωριό Surinam, και ακολούθησα τους ποδηλατικούς μου οδηγούς ως την κατοικία Mala Heera. Η Electro-Bike Discovery συνεργάζεται με τους χωρικούς για να τρατάρουν τους φιλοξενούμενους αυθεντικά γεύματα υποστηρίζοντας παράλληλα την κοινότητα.
Ακολουθώντας το υπέροχο άρωμα που αναδυόταν από την κουζίνα, βρήκα την Mala να τηγανίζει τσίλι κέικ ή Gateau Piments (όπως αποκαλούνται διαφορετικά) – τραγανά χρυσοκάστανα σνακ από φακές γεμισμένα με πράσινα και αποξηραμένα τσίλι που ξεχειλίζουν από φρεσκάδα, λόγω της ελεύθερης χρήσης φύλλων κολίανδρου, σερβιρισμένα με υπέροχες ντομάτες, μέντα και τουρσί κολίανδρου, που αποτελούσαν υπέροχα ορεκτικά.
Για κύριο πιάτο, Mala ζύμωσε chapatis (επίπεδο ψωμί) από σιτάλευρο και με προσκάλεσε να δοκιμάσω την τύχη μου στο ζύμωμα. Ενώ η Mala ζύμωνε πέντε five chapatis το λεπτό, το δικό μου μοναδικό chapati έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ! Τα chapatis σερβιρίστηκαν με εφτά χρωματιστά αρτύματα: παχιά και γλυκιά κολοκύθα; κέικ από φασόλια σόγιας σε σάλτσα ντομάτας, διακοσμημένο με φρέσκα κρεμμυδάκια και φύλλα κάρι, τρυφερά και αλμυρά chayote (γνωστά με την τοπική τους ονομασία ως chouchou που χρησιμοποιούνται σε πολλές εγχώριες συνταγές στον Άγιο Μαύρικιο), πικάντικα και ξινά φύλλα τάρο και ένα υγιεινό και καλοφτιαγμένο μείγμα από φασόλια. Το λουκούλλειο αυτό γεύμα συνοδεύτηκε από τραγανή appalam (papadum), παραδοσιακή τοπική λιχουδιά, σερβιρισμένη με γλυκιά, κολλώδη πουτίγκα ταπιόκα ή σάγο με κάρδαμο.
Παρόλο που μπορέσαμε να ανταλλάξουμε μόλις λίγες λέξεις λόγω του γλωσσικού εμποδίου, εκτίμησα πολύ το γεγονός ότι μου δόθηκε η δυνατότητα να δοκιμάσω μια χωριάτικη κουζίνα και να απολαύσω τις καθαρές γεύσεις της ενδοχώρας, από φρέσκα τοπικά προϊόντα και το γενναιόδωρο πνεύμα των κατοίκων.
ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Ο Μαυρίκιος εκτείνεται 65 χιλιόμετρα από το βορρά ως το νότο και 45 χιλιόμετρα από την ανατολή ως την δύση, και περίπου το 38 τοις εκατό της χώρας καλύπτεται από καλλιέργειες ζαχαρότευτλων. Για να μάθετε περισσότερα για αυτό το φυτό που συνδέεται τόσο στενά με την ιστορία του έθνους επισκέφτηκα το L’Aventure du Sucre (www.aventuredusucre.com).
Λειτουργώντας από την εποχή του παλιού εργοστασίου ζάχαρης Beau Plan στην περιοχή Pamplemousses, το διαδραστικό αυτό μουσείο περιλαμβάνει υπέροχα εκθέματα όπως μια πραγματική φορτηγίδα που μετέφερε ζάχαρη, το κατάστρωμα της οποίας ήταν φορτωμένο από σάκους γιούτας γεμάτους ζάχαρη, μηχανές τρένων που κάποτε κινούσαν τα βαγόνια που μετέφεραν ζαχαροκάλαμο, αντικαθιστώντας τα κάρα που έλκονταν από ινδικές αγελάδες (ζεμπού), καθώς και μεγάλα μηχανήματα του παλιού εργοστασίου. Επιχειρώντας μια ιστορική καταγραφή του Μαυρίκιου μέσα από το γλυκό παρελθόν του νησιού, το μουσείο περιλαμβάνει τόσες πολλές πληροφορίες που ούτε μια ολόκληρη μέρα σε αυτό δεν είναι αρκετή.
Εδώ, ενώ ήταν οι Ολλανδοί που εισήγαγαν στο νησί τα ζαχαρότευτλα, ήταν ο Mahé de Labourdonnais εκείνος που δημιούργησε τις πρώτες φυτείες ζάχαρης και εργάστηκε για την ανάπτυξη του νησιού κατά την άφιξη του ως κυβερνήτης το 1735. Αναγνωρίζοντας την γεωγραφική σημασία της Ιλ-ντε-Φρανς στα θαλάσσια εγχειρήματα, έφτιαξε το λιμάνι στο Port Louis και χρησιμοποίησε την στρατηγική αυτή θέση για να εμβολίζει Βρετανικά πλοία που ταξίδευαν προς και από τις Ινδίες . Ο La Bourdonnais βελτίωσε επίσης τις υποδομές του νησιού, και με την άνθιση του εμπορίου, η αποικία ήταν σε θέση να προμηθεύει ζάχαρη και ρούμι σε επισκεπτόμενα πλοία.
Οι χρυσές ωστόσο ημέρες της βιομηχανίας ζάχαρης ευοδώθηκαν μόνο υπό Βρετανική κυριαρχία, κατά την οποία το νησί μετατράπηκε σε αποικία καλλιεργειών, προμηθεύοντας την Αγγλία με ζάχαρη από τον Άγιο Μαυρίκιο. Κατά την περίοδο αιχμής της, ανάμεσα στο 1840 και στο 1860, ο Άγιος Μαυρίκιος διέθετε 259 εργοστάσια ζάχαρης! Μάλιστα, ο Άγιος Μαυρίκιος θεωρείται πρωτοπόρος στην παραγωγή ζάχαρης, καθώς ήταν ο Μαυρικανός χημικός γεωργικών προϊόντων Dr Edmond Icery που παρήγαγε πρώτος άσπρη ζάχαρη στο Εργοστάσιο La Gaité το 1868.
Κάνοντας μια αναδρομή σε αυτές τις ιστορίες, εντυπωσιάστηκα από το γεγονός ότι το μουσείο δεν απέφυγε να παρουσιάσει θέματα που κάθε άλλο παρά γλυκά ήταν. Αντίθετα, σε συνεργασία με την UNESCO , το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα “Οι Δρόμοι του Δουλεμπορίου’, Η περιπέτεια της Ζάχαρης” ρίχνει φως στο σκοτεινό παρελθόν της χώρας και στις βαναυσότητες που αντιμετώπισαν οι σκλάβοι (συμπεριλαμβανομένης της τιμωρίας τους με στιγματισμό με το σύμβολο του κρίνου σε περίπτωση που επιχειρούσαν να αποδράσουν), καθώς και στην συνεισφορά τους στην ανάπτυξη της χώρας.
Η ιστορία της ζάχαρης συνεχίζεται στο Le Village Boutik όπου 12 ειδικά είδη ζάχαρης από εκείνη με τους πιο ανεπαίσθητους και λεπτούς χρυσαφένιους κόκκους μέχρι την πιο κολλώδη και τραγανή κανονική ντεμεράρα, για την οποίο φημιζόταν το Beau Plan, προσφέρονται για δοκιμή, μαζί με ρούμι που παρασκευάζεται από συστατικά που προσδίδουν ένα λεπτό κεχριμπαρένιο χρυσίζον χρώμα, πλούσια και φρουτώδη ζάχαρη μουσκοβάντο, και παρεμφερή με την γλυκόριζα ζάχαρη από μελάσα. Προσωπικά μου άρεσε πολύ το ρούμι από μελάσα, που ήταν σκούρο, αλμυρό και πικάντικο, με γεύση καραμέλας βουτύρου.
Για να ολοκληρωθεί η γλυκιά εμπειρία, επιβάλλεται μια επίσκεψη στο ρεστοράν Le Fangourin, το οποίο αντλεί την ονομασία του από τον πρώτο χυμό που προήλθε από το πάτημα των ζαχαρότευτλων! Εδώ, το δίδυμο crème brûlée με γεύση φρέσκων σπόρων βανίλιας και γλυκόπικρου πορτοκαλιού, καραμελωμένη με χρυσή ζάχαρη άχνη, και βελούδινο φοντυ σκούρας σοκολάτας αναμεμειγμένο με μελάσα, που σερβίρεται με τροπικό παγωτό fangourin αποτελεί συνδυασμό που σκοτώνει!
ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΤΡΟΠΙΚΕΣ ΓΕΥΣΕΙΣ
Καλύτερο από το να καταβροχθίζει κανείς γλυκά από ζαχαρότευτλο είναι να απολαμβάνει ρούμι αποσταγμένο από αυτό το τροπικό φυτό, και στο La Rhumerie de Chamarel (www.rhumeriedechamarel.com) που βρίσκεται στην περιοχή Rivière Noire, με κέρασαν απόσταγμα από χυμό ζαχαρότευτλων (Rhum), καλλιεργημένα σε ιδιόκτητη έκταση και μαζεμένα με τα χέρια.
Σε αυτά που είναι απαραίτητο να δοκιμάσετε συγκαταλέγονται παλαιωμένα ρούμι, όπως το φρουτένιο XO, που ωριμάζει σε δρύινα βαρέλια για έξι χρόνια, και προσφέρει πλούσια γεύση καραμέλας και μπαχαρικών, ακριβά ρούμι όπως το διπλά απεσταγμένο ρούμι που κατασκευάζεται χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική με το κονιάκ, και ακριβά λικέρ σε διάφορες γεύσεις, όπως καρύδα, μανταρίνι, καφές και βανίλια.
Αν θέλετε να προσδώσετε στην επίσκεψη σας ένα επιπλέον άγγιγμα πολυτέλειας προτείνεται το ρεστοράν L’Alchimiste, όπου επιβάλλεται να δοκιμάσετε το σιγοβρασμένο χοιρινό που λιώνει στο στόμα σας, μαριναρισμένο σε ρούμι Chamarel σερβιρισμένο με κρεμώδη, σιγοψημένη σάλτσα με απαλή γεύση τρούφας!
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΤΣΑΓΙΟΥ
Ένα άλλο πολύτιμο αγαθό με μακρά ιστορία στο Μαυρίκιο είναι το τσάι, και ακολουθώντας την La Route du Thé ή την Διαδρομή του Τσαγιού – ένα μονοπάτι που ξετυλίγεται από την αποικιακού ρυθμού κατοικία και τους κήπους του Domaine des Aubineaux ως το εργοστάσιο τσαγιού και στο δοκιμαστήριο Bois Chéri, με αποκορύφωμα το μεσημεριανό γεύμα στην αποικιακού ρυθμού έπαυλη Saint Aubin – Εκεί ανακάλυψα εξωτικές γεύσεις και πλούσια ιστορία.
Μια επίσκεψη στην Έπαυλη des Aubineaux, που ανεγέρθηκε το 1872 και πέρασε από γενιά σε γενιά φτάνοντας στους σημερινούς της ιδιοκτήτες, η διαπρεπής οικογένεια Guimbeau, προσέφερε μια ματιά στην προνομιούχα ζωή των ιδιοκτητών κατά τον 19ο αιώνα. Το σπίτι, που διαθέτει 117 πόρτες και παράθυρα, έπιπλα από ξύλο κανέλας, δάπεδα από ξύλα teak, Ιταλικά πλακάκια, ελαιογραφίες και ασπρόμαυρα πορτρέτα των πρώην ιδιοκτητών, απέπνεαν τον ρομαντισμό της αποικιοκρατικής περιόδου.
Στην επόμενη στάση, το Bois Chéri – το πρώτο παρασκευαστήριο τσαγιού στην χώρα, που ξεκίνησε την λειτουργία του το 1892 – Εκεί έμαθα ότι τα τεϊόδεντρα μεταφέρθηκαν στην πραγματικότητα στον Μαυρίκιο από την Κίνα από έναν ιερέα που ονομαζόταν René Francois Galloys το 1765. Τα δέντρα αυτά δόθηκαν στον διάσημο φυτοκόμο Pierre Poivre, πρώην ιεραπόστολο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή άνω των 600 σπάνιων φυτών συμπεριλαμβανομένου του μοσχοκάρυδου, του γαρίφαλου, κανέλας και πιπεριού στο νησί. Σήμερα, έναν αιώνα μετά, το Bois Chéri είναι το μεγαλύτερο του παρασκευαστήριο τσαγιού στον Μαυρίκιο και προσφέρει ευρεία γκάμα τσαγιού, συμπεριλαμβανομένου του πράσινου τσαγιού, του τσαγιού με γεύση καρύδας-βανίλιας, μελισσόχορτου-πιπερόριζας και ayapana, και του τσαγιού του βουνού που διευκολύνει την πέψη.
Για μένα, το καλύτερο σημείο της διαδρομής ήταν το αποικιακού ρυθμού σπίτι Saint Aubin (www.saintaubin.mu), που βρίσκεται στους κυματιστούς λόφους του νότου και περιστοιχίζεται από άφθονες φυτείες ζαχαροκάλαμου και τσαγιού με διάσπαρτα θερμοκήπια με άρωμα βανίλιας. Η κατοικία οικοδομήθηκε το 1819 και πήρε το όνομα ενός από τους πρώτους ενοίκους της, του Pierre de Saint Aubin, ενώ σήμερα λειτουργεί ως fusion εστιατόριο. Υπό την διεύθυνση του Σεφ Christopher Krige, το μενού τιμά τις τοπικές γεύσεις και τα προϊόντα, ενώ αφήνει χώρο για δημιουργικό πειραματισμό.
Για ορεκτικό, μου άρεσε η σαλάτα από τραγανή καρδιά ενός ειδικού φοίνικα που αποκαλείται Δικτυόσπερμα ή Princess palm – συνηθισμένο συστατικό σε αυτά τα μέρη – ανακατεμένο με ωμό με τοπικό καπνιστό μάρλιν, καλοτριμμένο καρότο, γλυκό ανανά, κρεμμύδια και φρέσκα παντζάρια, με μερικές σταγόνες ξύδι μπαλσάμικο. Αλλά το πιάτο που πραγματικά ανυπομονούσα να δοκιμάσω ήταν το Κοτόπουλο Βανίλια. Η πρωτοποριακή αυτή δημιουργία δεν με απογοήτευσε. Ήταν μαριναρισμένη με αρωματικά συστατικά βανίλιας φτιαγμένη από λοβούς που καλλιεργούνται στο κτήμα, ενώ το τρυφερό κοτόπουλο σε κρεμώδη σάλτσα με μια ελαφρά υποψία βανίλιας ήταν ότι πιο υγιεινό.
Το κτήμα Saint Aubin μπορεί να υπερηφανεύεται ως το πρώτο μέρος στον Μαυρίκιο που παρήγαγε πραγματικό αγροτικό ρούμι (που παρασκευάστηκε διυλίζοντας φρέσκο και καθαρό χυμό από ζαχαροκάλαμο, σε αντίθεση με την ζάχαρη), και στο χειροποίητο αποστακτήριο ρούμι, οι επισκέπτες μπορούν να πληροφορηθούν για την διαδικασία και να απολαύσετε την διαφορά.
ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Από όλες τις υπέροχες γεύσεις του τόπου, η κουζίνα που κατά την άποψη μου πιο αντιπροσωπευτική του Μαυρίκιου, ήταν η Κρεολή που δημιουργήθηκε από μια ποικιλία Ινδιάνικων, Αφρικανικών και αποικιοκρατικών επιρροών.
Στο Chez Tante Athalie (+230 243 9266), ένα παραδοσιακό Κρεολή ρεστοράν που περιστοιχίζεται από φυτείες ζαχαροκάλαμων, συνάντησα τους ιδιοκτήτες Robert Gordon-Gentil και Marieline Carlo, οι οποίοι μου εξήγησαν ότι η κουζίνα Κρεολή αντλεί την αγάπη της για τα μπαχαρικά από την Ινδική κληρονομιά, την συμπερίληψη συστατικών όπως τα φασόλια και η κασάβα από τη τις Αφρικανικές της ρίζες, και τα Ευρωπαϊκά της πιάτα από τους αποικιοκράτες που εγκαταστάθηκαν εδώ.
Το προκαθορισμένο μενού (τάμπλ ντοτ / table d’hôte) αλλάζει καθημερινά αλλά σχεδόν πάντοτε περιλαμβάνει φακές, δημητριακά και μια ποικιλία κρεάτων όπως το ψάρι, το αρνί, το μοσχάρι και περιστασιακά τα χοιρινά λουκάνικα. Ενώ τα βότανα και τα μπαχαρικά όπως το γαρίφαλο, η κανέλα και το κάρυ συνηθίζονται στην Ινδική κουζίνα, η χρήση του μοσχαριού, συνιστά καθαρή ένδειξη ότι έχει δεχτεί επιρροές, καθώς η Ινδική κουζίνα στο μεγαλύτερο μέρος της ακολουθεί τους διατροφικούς περιορισμούς του Ινδουισμού, αποκλείοντας το μοσχάρι. Καλά παραδείγματα αποτελούν σύμφωνα με τον Carlo, το Μοσχάρι Κρεολή, σιγοβρασμένο σε κόκκινο κρασί σύμφωνα με το ξεχωριστό Γαλλικό τρόπο μαγειρικής του βοδινού Μπουργκινιόν και του παραδοσιακού Βρετανικού Κυριακάτικου ψητού. Αυτά τα πιάτα σερβίρονται με την απαιτούμενη πικάντικη σάλτσα από πράσινο τσίλι, αναμεμειγμένη με λιωμένο σκόρδο και μερικές σταγόνες λεμονιού, καθώς και με πίκλες που ονομάζονται achard.
Δοκίμασα rougaille de boeuf (λεπτές φέτες βοδινού μαγειρεμένο σε παχύρευστη και υγιεινό ζωμό ντομάτας με άρωμα από θυμάρι, μαϊντανό, τζίντζερ και σκόρδο) και vindaye poisson, ένα ελαφρώς πικάντικο, γλυκό και ξινό πιάτο που περιλαμβάνει τραγανούς κύβους μάρλιν ανακατεμένους με μικρά κρεμμύδια, σιναπόσπορους και κουρκουμά. Και τα δυο συνδυάζονταν ιδανικά με τοπικά φρούτα όπως το chouchou και η κολοκύθα μαγειρεμένα με θυμάρι και μαϊντανό, αρωματικό κίτρο (μικροσκοπικά λεμόνια με γλυκούς σιναπόσπορους κα σαφρόν), καρύδα chutney αναμεμειγμένη με φύλλα μέντας και ταμάρινδο και μια κρεμμώδη πιπερόσουπα με κοινά και μαύρα φασόλια.
Η προσπάθεια αποκρυπτογράφησης των διαφορετικών γεύσεων και η ενημέρωση γύρω από την προέλευση τους ήταν μια συναρπαστική εμπειρία και προκειμένου να συμβάλλω στην ‘αφομοίωση’ όλων των πληροφοριών σαν Κρεολός, ολοκλήρωσα το γεύμα μου με rhum arrangé – σπιτικό ρούμι αρωματισμένο με ξηρά δαμάσκηνα, μαύρη σταφίδα, πορτοκαλόφλουδα, λοβό βανίλιας και ξυλάκια κανέλας το οποίο σερβίρεται ως χωνευτικό σχεδόν σε κάθε σπίτι κρεολέζικο σπίτι.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΟΥ
Όταν ξεκίνησα το ταξίδι μου, το αρχικό πλάνο ήταν να απολαύσω την αφθονία της χώρας και να μάθω την ιστορία της, αυτό όμως που ανακάλυψα, ήταν ένας ζωντανός μύθος, που εξακολουθούσε να αναπνέει, να εξελίσσεται και πάνω από όλα να τιμά τον εαυτό του.
ΓΝΩΡΙΖΑΤΕ ΟΤΙ;
Ο Μαυρίκιος πήρε το όνομα του από τον Ολλανδό που έφτασε εδώ το 1598, και έδωσε στο έως τότε ακατοίκητο νησί το όνομα του Maurice de Nassau, κυβερνήτη (ανώτερου αξιωματούχου) των Ηνωμένων Επαρχιών της Ολλανδίας. Οι Γάλλοι που κατέκτησαν το νησί τον 18ο αιώνα, μετά τους Ολλανδούς, μετονόμασαν το νησί σε Isle de France. Όταν οι Βρετανοί απέκτησαν τον έλεγχο του νησιού από τους Γάλλους, το νησί επανήλθε στην παλαιότερη ονομασία του χρησιμοποιώντας το όνομα Μαυρίκιος.
Η ΚΡΕΟΛΕΖΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ
Για να δοκιμάσετε ένα τυπικό κρεολέζικο γεύμα, επισκεφτείτε το Palais de Barbizon, που βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα από το Chamarel’s Chapel of St Anne. Το μικρό αυτό χαρούμενο εστιατόριο που διοικείται από τους Rico and Marie-Ange L’Intelligent, υπερηφανεύεται για τον εγκάρδιο τρόπο σερβιρίσματος του φαγητού. Το νταμπλ ντοτ μενού (περίπου 13 USD το άτομο) περιλαμβάνει κρεολέζικες λιχουδιές όπως ψάρι rougaille (με ψιλοκομμένη φρέσκια ντομάτα με σκόρδο, τσίλι, τζίντζερ), το chouchou με κρέας ελαφιού, και γλυκιά κολοκύθα και παπάγια με χταπόδι για λίγη θαλασσινή γεύση. Ανοιχτό καθημερινά από τις 12μ.μ. έως τις 4μ.μ. +230 5494 0340
ΜΙΑ ΦΡΟΥΤΕΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Château de Labourdannais (chateaulabourdonnais.com) στην περιοχή Pamplemousses είναι ένα όμορφο αποικιακό σπίτι που χτίστηκε από τον σημαντικό γεωπόνο Christian Wiehe ανάμεσα στο 1856 και στο1859, σε νέο-κλασσικό, αρχιτεκτονικό στιλ. Βρίσκεται στην τεράστια έπαυλη Labourdannais, μια γεωργική έκταση που άνηκε σε καλλιεργητές ζάχαρης για πολλές γενιές, και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Mahé de Labourdonnais. Ανακαινίστηκε το 2007 και στοίχισε 125 εκατομμύρια MUR, το σπίτι άνοιξε ως μουσείο το 2010, συμβάλλοντας στην οικονομική άνθιση της οικογένειας Wiehe. Μια περιήγηση αποκαλύπτει την μεγαλοπρεπεή Βικτωριανού ρυθμού τραπεζαρία με χειροποιήτη ταπετσαρία από την Αλσατία ακόμα και το κατάστημα ‘godon’ με άφθονα αγαθά. Στο αίθουσα της Ιστορίας της Οικογένειας, οι επισκέπτες ενημερώνονται για τον τρόπο με τον οποίο ο Christian Wiehe διαφοροποίησε τις γεωργικές δραστηριότητες, και η ιστορία αυτή ζωντανεύει στον οπωρώνα, που εκτείνεται σε πάνω από 10.000 m2. Σήμερα το Labourdannais φημίζεται για τους χυμούς, τις μαρμελάδες και τις κομπόστες – που παρασκευάζονται χωρίς τεχνητά βελτιωτικά γεύσης – και διατίθενται για δοκιμή στο κατάστημα δώρων.